Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τραγούδια της

  • 1 τάβλα

    η
    1) доска; 2) стол; перен. трапеза;

    τραγούδια της τάβλας — застольные песни;

    έχω τάβλα σήμερα — я даю сегодня обед, у меня сегодня гости;

    § τάβλα στο μεθύσι — он совершенно пьян, пьян в доску, мертвецки пьян

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τάβλα

  • 2 песня

    -и, γεν. πλθ. -сен, δοτ. -сням θ.
    1. τραγούδι, άσμα•

    народные песни λαϊκά τραγούδια•

    застолная песня το τραγούδι της τάβλας ή βακχικό τραγούδι.

    2. μικρό ποίημα, τραγούδι. || παλ. ποίηση, ποιητική δημιουργία (ή έργο).
    3. μουσικό ενόργανο άσμα•

    без слов τραγούδι χωρίς λόγια.

    εκφρ.
    старая (стара) песня – παλαιό τραγούδι ή παραμύθι (πασίγνωστο, πάγκοινο)•
    тянуть (петь) одну и ту же -ю – επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τά ίδια•
    песня спетаβλ. στη λ. песенка.

    Большой русско-греческий словарь > песня

  • 3 светский

    επ.
    1. της ανώτερης κοινωνίας•

    -ое общество η ανώτερη κοινωνία.

    2. κοσμικός, εγκόσμιος, κοινωνικός• λαϊκός•

    светский человек κοσμικός άνθρωπος•

    -ая власть η πολιτική εξουσία (μη θρησκευτική)•

    -ие песни κοσμικά τραγούδια•

    -ая жизнь κοσμική ζωή (μη θρη-σκευτ ική).

    Большой русско-греческий словарь > светский

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • νυφιάτικα τραγούδια — Δημοτικά τραγούδια, που επονομάζονται και τραγούδια του γάμου. Είναι συγγενικά με τα ερωτικά τραγούδια, με τη διαφορά ότι τα ν. δεν τα τραγουδούν οι ίδιοι οι νέοι, αλλά οι συγγενείς και οι φίλοι του ζευγαριού. Ακόμα, το θέμα των ν.τ. δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • ερωτικά τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που επονομάζονται και τραγούδια της αγάπης. Ο αισθηματικός ελληνικός λαός τραγούδησε με πολλούς τρόπους την ερωτική αγάπη. Τα Παινέματα είναι τραγούδια όπου ο τραγουδιστής επαινεί ένα ένα τα χαρακτηριστικά του… …   Dictionary of Greek

  • κλέφτικα τραγούδια — Κατηγορία δημοτικών τραγουδιών, που δημιουργήθηκαν κυρίως μετά τον 16o αι., όταν εκδηλώθηκε έντονα η επαναστατική δράση των κλεφταρματολών κατά των Τούρκων κατακτητών. Τα συνέθεταν συνήθως λαϊκοί τραγουδιστές και τα τραγουδούσαν στις πόλεις και… …   Dictionary of Greek

  • εθιμικά τραγούδια — Διάφορα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε λατρευτικά και άλλα έθιμα. Πολλά από αυτά είναι προχριστιανικά και τα τραγουδούσαν σε διάφορες εποχές του έτους με σκοπό μαγικό, παραδείγματος χάριν για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των καρπών και στην… …   Dictionary of Greek

  • ιστορικά τραγούδια — Δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα (πολιορκίες ή καταστροφές πόλεων, φονικές μάχες κλπ.) ή σε φυσικά φαινόμενα που προκάλεσαν βαθιά εντύπωση στον λαό (π.χ. σεισμοί). Τα παλαιότερα που διασώθηκαν φτάνουν έως τον 17o αι. και… …   Dictionary of Greek

  • ακριτικά τραγούδια — Τα αρχαιότερα δημοτικά τραγούδια. Θετικές μαρτυρίες γι’ αυτά υπάρχουν από τον 9ο αι. Σχηματίστηκαν γύρω από τους ακρίτες, δηλαδή τους στρατιώτες που φρουρούσαν τα άκρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κυρίως τα ανατολικά, στην περιοχή της… …   Dictionary of Greek

  • Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα …   Dictionary of Greek

  • περιγελαστικά τραγούδια — Κατηγορία ελληνικών δημοτικών τραγουδιών με τα οποία σατιρίζονται πρόσωπα και ιδέες. Αφορμή σε αυτό δίνουν διάφορες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, γιορταστικές εκδηλώσεις με κάποιον ελευθέριο χαρακτήρα, όπως οι απόκριες, κλπ. Τη μουσική… …   Dictionary of Greek

  • ρεμπέτικα τραγούδια — Κατηγορία λαϊκών τραγουδιών, με περιεχόμενο κατ’ αρχήν ερωτικό, αλλά και κοινωνικό. Οι απαρχές τους φαίνεται να επισημαίνονται στην αρχή του αιώνα, κυρίως στη Σμύρνη και στη Θεσσαλονίκη· για τις ρίζες τους υπάρχουν διάφορες απόψεις, όπως ασάφεια… …   Dictionary of Greek

  • μοιρολόγια ή μυρολόγια — Τραγούδια της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης με πένθιμο περιεχόμενο τα οποία τραγουδιούνται, κατά τους θανάτους, από συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού αλλά και από γυναίκες (μοιρολογίστρες) που είναι ειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»